- καρποτόκεια
- καρποτόκ-εια, ἡ, poet. fem. of καρποτόκος, Nonn.D.21.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρποτόκεια — καρποτόκεια, ἡ (Α) βλ. καρποτόκος … Dictionary of Greek
καρποτόκεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρποτόκος — καρποτόκος, ον και ποιητ. τ. θηλ. καρποτόκεια (Α) αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, θεο τόκος] … Dictionary of Greek